16.7.09

Το "σύνδρομο Λαβάκου"

Η ιστορία είναι αληθινή. Όπως άλλωστε όλες όσες θα βρείτε εδώ. Τα ονόματα μόνον είναι ελαφρώς αλλοιωμένα. Διαδραματίστηκε πριν κάπου 40 χρόνια στην Θεσπρωτία. Είχαμε γελάσει πολύ τότε.
Και στην μικρή μας πόλη για αρκετό διάστημα, όταν κάποιος έλεγε αυταπόδεικτα ψέμματα ή υπερβολές, τον «καρφώναμε» με την ..."ιστορική" φράση: «Ξέρεις τί άλογο ήταν αυτό, κουμπάρε;»
Αργότερα όμως διαπίστωσα ότι το ..."σύνδρομο Λαβάκου" καταλαμβάνει πολλά άτομα, άσχετα από την μόρφωσή τους, και πολύ πιό συχνά από ότι μπορεί να πιθανολογήσει κανείς.

Ανακατασκευάζονταν ο δρόμος Ηγουμενίτσας-Μούρτου από δυό νεαρούς, τότε, εργολάβους. Σε μιά περιοχή, δίπλα στο εργοτάξιο που είχαν στήσει, είχε το χειμωνιάτικο κονάκι του ένας νομάς βλάχος, ο Λαβάκος. Εκεί ξεχειμώνιαζε κάθε χρόνο με την οικογένεια και το κοπάδι των προβάτων του. Το καλοκαίρι ανέβαινε στο Γράμμο.
Οι εργολάβοι του ζήτησαν να φέρνει κάθε μέρα γάλα για το κολατσιό του προσωπικού.
Με τον καιρό γνωρίστηκαν και ο ένας μάλιστα, ο Νικηφόρος, του βάφτισε κι ένα εγγόνι, έγιναν κουμπάροι.
Κάποια στιγμή όμως έγινε ένα ατύχημα: Ένα άλογο του Λαβάκου τρόμαξε από διερχόμενο φορτηγό των εργολάβων, αφηνίασε και γκρεμοτσακίστηκε. Γέρικο ήταν αλλά το πλήγμα ήταν μεγάλο για τον φτωχό βλάχο.
Δηλώθηκε ως ατύχημα στην Ασφαλιστική Εταιρεία (οι τράπεζες τις είχαν τότε) για να πάρει αποζημίωση.
Ο διευθυντής της Τράπεζας/ασφαλιστικού πρακτορείου κάλεσε το Λαβάκο για διευκρινίσεις και εκτίμηση του ύψους της αποζημίωσης.

Ο Νικηφόρος, ο κουμπάρος του, τον δασκάλεψε πιό πριν: Όσο θα φτιάχνει τα χαρτιά, θα τού λές συνέχεια «Ξέρ'ς τί άλουγου ήταν αυτό, κ. Διευθυντά; Του φόρτουνα ώς το θεό! Ούλις τ'ς δ'λιές μ' αυτό τ'ς έκανα!
Εννιά χιλιάδες {*} τού 'χα αγοράσ' στου Λάμπουβου{**}»


Το κόλπο έπιασε και ο διευθυντής έκανε τα χαρτιά για το τότε μέγιστο της αποζημίωσης για άλογο: Οχτώ χιλιάδες δραχμές. Έφυγε κατευχαριστημένος ο βλάχος. Θα ήταν ικανοποιημένος και με τα μισά...
Όμως οι διαδικασίες αποζημίωσης τότε ήταν πολύ αργές. Να πάνε Αθήνα τα χαρτιά, να περάσουν από επιτροπές, να επιστρέψει η έγκριση στο πρακτορείο.
Όποτε πήγαινε στην Ηγουμενίτσα για ψώνια ο Λαβάκος, περνούσε κι απ' την Τράπεζα, για να μάθει πότε θα πάρει τα λεφτά. Και για να ζορίσει τον διευθυντή επαναλάμβανε:
«Ξέρ'ς τί άλουγου ήταν αυτό, κ. Διευθυντά; Μού κόπ'καν τα χέρια...»

Πέρασαν τρείς-τέσσερις μήνες δεν είχε έρθει η αποζημίωση.
Μιά μέρα πήγε στο εργοτάξιο ο Λαβάκος να πιέσει κάπως τα πράμματα.

- Ωρέ κουμπάρι Νικηφόρε, τί θα γίν' μι κείν' τ'ν Τράπεζα;;;
- Έ! ξέρεις κουμπάρε... σού 'χα πεί... αργούν αυτά. Υπομονή. Θα πάρεις τόσα λεφτά στο τέλος όμως...
- Ξέρ'ς τί άλουγου ήταν αυτό, ωρέ κουμπάρι;
Εννιά χιλιάδες τού 'χα αγοράσ' στου Λάμπουβου!!!

...Κόκκαλο ο Νικηφόρος.

Tο "δίδαγμα" από αυτήν την ιστορία είναι προφανές...
Μην λέτε συνέχεια ένα ψέμμα. Μπορεί να το πιστέψετε κι οι ίδιοι!

----------------
{*} Δραχμές. Πολλά λεφτά τότε... ισοδυναμούσε με ~10 μισθούς υπαλλήλου.
{**} Λάμποβο: Ιστορική μεγάλη εμποροζωοπανήγυρη της Παραμυθιάς.
.