9.12.10

Πατάτες με ξυραφάκια...

Εκλογές 1958.
Σ' εκείνες που η ΕΔΑ είχε αναδειχτεί «αξιωματική» αντιπολίτευση, υπερσκελίζοντες -λίγο αλλά επαρκώς- το κόμμα των Σοφοκλή Βενιζέλου-Γεωργίου Παπανδρέου. Δεν θυμάμαι τον τότε τίτλο του.
Είχε αναδειχτεί «αξιωματική» αντιπολίτευση και, με βάση τον καλπονοθευτικό νόμο του Καραμανλή {συμφωνημένο και με τους ως άνω "κεντρώους"} που ευνοούσε πολύ το πρώτο κόμμα αλλά και δευτερευόντως και το δεύτερο εις βάρος βέβαια των υπολοίπων, είχε πάρει η ΕΔΑ κάπου 80 βουλευτές!!!

Πρωτοετής φοιτητής τότε, είχαμε βάλει "αμέτι-μουαμέτι" στόχο με έναν φίλο μου να παρακολουθήσουμε όλες τις προεκλογικές συγκεντρώσεις.
Δεν υπήρχε τηλεόραση, μόνο ραδιόφωνο {κρατικό και εντελώς μεροληπτικό τότε} και εφημερίδες. Αλλά πού λεφτά έστω για τέτοια. Μεγάλη "πολυτέλεια" ο -επαρχιώτης- φοιτητής να έχει ραδιόφωνο. Κι οι εφημερίδες πανάκριβες για το πενιχρότατο φοιτητικό βαλάντιο.
Ενώ το ...σουλάτσο δεν κόστιζε τίποτα...

Εκλογές 1958.
Εγκαίνια του εκλογικού κέντρου της ΕΔΑ, βράδυ στην οδό Σταδίου, στο θέατρο "ΚΑΒΑ" {στη στοά απέναντι από τον "ΓΟΥΤΑΚΗ"}.
Ο δρόμος είχε κλείσει από το πυκνό πλήθος από τα Χαυτεία ώς την Αρσάκη περίπου. Και είχαν φτιάξει τρεις "κενούς" κύκλους, όπου χόρευαν δημοτικούς χορούς υπό τον ήχο των μεγαφώνων του εκλογικού κέντρου.
Εμείς σταθήκαμε λίγο πιο πάνω, στην γωνία Σταδίου-Γεωργίου Σταύρου, έξω από το βιβλιοπωλείο "ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ" θυμάμαι. Καμμιά δεκαριά μέτρα μακρυά από τους συγκεντρωμένους {που μάς είχαν γυρισμένες τις πλάτες αφού ήταν στραμμένοι προς το εκλογικό κέντρο που ήταν παρακάτω} και χαζεύαμε περιμένοντας τις ομιλίες.
Ευθεία με μάς μέχρι απέναντι στον "ΒΑΡΔΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟ" είχαν παραταχθεί καμμιά τριανταριά αστυνομικοί. Απλά με τη στολή τους. Δεν είχαν εφοδιαστεί τότε με κράνη, ασπίδες, μπότες, μπουφάν και τον συναφή εξοπλισμό "αστακού" που έχουν τώρα...
Ο επικεφαλής αξιωματικός όμως ήταν εφοδιασμένος με "ουώκι-τώκι"! Είχε πομπωδώς προβληθεί στις εφημερίδες ότι η κυβέρνηση της ΕΡΕ, στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Αστυνομίας, τήν είχε εφοδιάσει με "ουώκι-τώκι". Μεγάλη «πρόοδος» τότε!
Αυτός ο επικεφαλής αξιωματικός με το "ουώκι-τώκι" στέκονταν δίπλα μας.
«Χτυπάει» το "ουώκι-τώκι" και ακούσαμε την εξής συνομιλία του, προφανώς με τον ανώτερό του:
- Τί κάνουν;
- Έκλεισαν τον δρόμο και χορεύουν. Δεν άρχισαν ακόμα οι ομιλίες.
- Διαλύστε τους!
Κλείνει το "ουώκι-τώκι" και ...σεμνά και ταπεινά "σφυρίζει" την διαταγή στους αστυνόμους.
Αυτοί κατεβάζουν το λουράκι από το πηλίκιό τους κάτω από το σαγόνι {συνήθης πρακτική για να μην τούς πέσει - ήταν ακριβά τα πηλίκια!}, αφαιρούν τα διακριτικά από τις επωμίδες, βγάζουν τα κλόμπς και ορμάνε στο πλήθος!
Που είχε γυρισμένες τις πλάτες, όπως ανάφερα και πιό πάνω.
Εμείς τό σκάσαμε προς την αντίθετη μεριά, προς τον ανήφορο της Σταδίου.

Τίτλος που έβαλε εφημερίδα την άλλη μέρα {η "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ"...  και άλλες όμως με παραπλήσιο τρόπο παρουσίασαν τα γεγονότα...}:
Επεισόδια στην Σταδίου.
Οι κομμουνισταί επετέθησαν εναντίον της Αστυνομίας με πατάτες στις οποίες είχαν εμπήξει ξυραφάκια!


- - - - - - - - -

Υ.Γ.
Τότε δεν υπήρχαν τα τωρινά πλαστικά, μιάς χρήσης ξυραφάκια: Ξυριζόμαστε με "μηχανές" σιδερένιες όπου τοποθετούσαμε λεπίδες.

8.11.10

Ο κύρ-Τάκῐς και τα τσιγάρα

Ο κύρ-Τάκῐς, ο βουλκανιζατέρας, ήταν ωραίος τύπος. Λέγεται ότι είχε το καλλίτερο μαγαζί ελαστικών στην πόλη, ότι ήταν ο καλλίτερος μάστορας εκείνης της εποχής. Της εποχής που τα λάστιχα και τις σαμπρέλες τά επισκευάζαμε ξανά και ξανά με "μασσόνια" και "τιπ-τόπ" γιατί λεφτά δεν υπήρχαν για συχνές αλλαγές με καινούρια.
Άλλωστε κι οι δρόμοι τότε ήταν οι περισσότεροι χωματόδρομοι κι οι ταχύτητες μικρές, οπότε το να βάζεις κάθε τόσο καινούρια λάστιχα στο αυτοκίνητο ήταν άστοχη δαπάνη. Τά πηγαίναμε μέχρι να μήν έχουν καθόλου "τακούνι"... Μην σού πω και μέχρι να αρχίσουν να φαίνονται τα "λινά".

Τά 'φερνε καλά βόλτα ο κύρ-Τάκῐς, ο βουλκανιζατέρας... Όταν δεν ήταν πολύ μεθυσμένος τουλάχιστον... Γιατί τό 'χε αυτό το χούϊ... Απ' το πρωί κιόλας... Ξεκινούσε τη δουλειά με τσίπουρο. Αντί για καφέ, λέγεται...
Ήταν και μεγάλος πλακατζής, θυμόσοφος και καυστικός.
Και κάποιοι για να τόν ...εκδικηθούν τού είχαν κολλήσει τούτο:
Ο κύρ-Τάκῐς, λέει, ένα πράμμα ήθελε πιο πολύ στη ζωή του: Να μείνει μιά φορά ξεμέθυστος, για να κάνει μιά ...μεγάλη σούρα, να τήν ευχαριστηθεί!!!

Κάποτε είχε πέντε δραχμές, που τού 'χαν περισσέψει απ' τα πιοτά. Μπαίνει σ' ένα ταξί.
-Πού πάμε, κυρ-Τάκῐ, τόν ρωτάει ο ταξιτζής (τόν ήξεραν όλοι με το μικρό...)
-Π'θενά... Θα μί πάς ένα τάλληρου βόλτα!

Ήταν ωραίος τύπος ο κύρ-Τάκῐς. Κυκλοφορούσαν πολλές "ανεκδοτικές" ιστορίες γι' αυτόν. Άλλες αληθινές κι άλλες φτιαχτές αλλά ταιριαστές στο χιούμορ, στις πλάκες του.
Να πώς διηγούνταν ένα περιστατικό από τον πόλεμο της Αλβανίας.
«Όπως καθόμασταν στο πυροβολείο, ακούμε ένα αεροπλάνο να έρχεται.
Ετοιμαζόμαστε, σκοπεύουμε και μπουμ! μια ομοβροντία.
Τίποτα!
Ξαναγεμίζουμε, σκοπεύουμε και μπουμ! άλλη ομοβροντία.
Τίποτα!
Ματαξαναγεμίζουμε, ματασκοπεύουμε και μπουμ! κι άλλη ομοβροντία.
Τίποτα! Δεν τό πετύχαμε!
Ευτυχώς... ήταν ελληνικό...»


Όποιες άλλες θυμηθώ θα σάς τίς προσθέσω εδώ.

Η παρακάτω είναι αληθινή (τήν διηγούνταν ο ίδιος ο "παθών") αλλά μού φάνηκε και πολύ ταιριαστή στην τωρινή μας πολιτικοοικονομική κατάσταση...

Μπαίνει σ' ενα ζαχαροπλαστείο ο κύρ-Τάκῐς. Μόλις τόν βλέπει κάποιος γνωστός του τόν προσκαλεί στο τραπέζι του.
- Κάτσε να πάρεις έναν καφέ.
- Ευχαριστώ (κάθεται).
- Γκαρσόν, καφέ στον κύρ-Τάκῐ! Τί χαμπάρια, αφεντικό;
- Χμ... Έχεις κάνα τσιγάρο;
- Βέβαια, πάρε. (τού προσφέρει το πακέττο - παίρνει ένα)
- Σ' περισσεύει κι ένα για τ' αυτί;
- Πάρε, πάρε. (παίρνει ακόμα ένα, τό βάζει στο αριστερό αυτί)
- Να πάρω κι άλλο ένα για τ' άλλο τ' αυτί;
- Πάρε, κύρ-Τάκῐ! Πάρε. (παίρνει ακόμα ένα, τό βάζει στο δεξιό αυτί)
- . . . . . . . . . (ανάβει τσιγάρο, έρχεται ο καφές, τον ρουφάει με δυό-τρείς ρουφηξιές)
- Σ' περισσεύει ακόμα ένα τσιγάρο για μετά;
- Πάρε, πάρε κύρ-Τάκῐ!. (παίρνει ακόμα ένα και μετά λέει φωναχτά)
- Τόσο μαλάκας πού 'σαι, δεν μού δίνεις όλο το πακέττο καλλίτερα;;;
Κόκκαλο ο γνωστός...

Όποια, όποιος παρομοιάσει πιο επιτυχημένα τον κύρ-Τάκῐ με πρόσωπα (φυσικά ή νομικά...) της σήμερον ημέρας εν Ελλάδι, θα βραβευτεί σε ειδική τελετή!

26.8.10

Γαϊδάρου Εγκώμιον

Τό "αλίευσα" από αλλού και τό θεώρησα κατάλληλο να αναδημοσιευτεί κι εδώ.
Για ιστορία ζώου φαίνεται εκ πρώτης όψεως η παρακάτω ιστορία...όχι ανθρώπων, όπως λέει ο τίτλος του μπλογκ μου.
Κι όμως...
Προσέξτε ιδιαίτερα το υστερόγραφο.


Γαϊδάρου Εγκώμιον
Ήμουνα 28 χρονών όταν έμαθα ότι ψόφησε ο «Αναγνώστης», ο γάϊδαρός μας, από ομαδικά τσιμπήματα μελισσών. 
Μελαγχόλησα για κάποιο διάστημα κι ας είχα καιρό να τόν δώ. Ήταν περίπου ο γάϊδαρος του Βάρναλη: Πρίν χρόνια, και επί χρόνια, κουβαλούσε, με την καθοδήγησή μου, ...άπειρες ποσότητες υλικών για το σπίτι και τα άλλα (στέρνα, μαντρότοιχους κλπ.) που έχτιζε ο πατέρας μου. Δεν έφταναν τότε αυτοκίνητα μέσα στο χωριό, ξεφόρτωναν στην άκρη του.
Και στο μύλο κάθε τόσο πήγαινε φορτωμένος καμμιά εκατοστή κιλά. 4 ώρες δρόμο το "πήγαινε", 5 ώρες η επιστροφή, ανηφόρα.
Και ξύλα κουβαλούσε για τη φωτιά, ούτε "γκαζιέρα" δεν είχαμε...
Και βέβαια νερό από τη βρύση του χωριού. Μιά τουλάχιστον φορά την ημέρα, δυό βαρέλες, 30 οκάδες κάθε μιά, κάπου 75 κιλά οι δυό + το σαμάρι...
Και το γάλα από τη στρούγγα, δίς της ημέρας.
 Πλήρης απασχόληση...
Έ! ρε «Αναγνώστη»...
«Έ! ρε θύμα, Έ! ρε ψώνιο, Έ! ρε σύμβολο αιώνιο...»


Ο «Αναγνώστης» ήταν ο μόνος φίλος μου, ως ζώο, γιατί τα σκυλιά μας ήταν τσομπανόσκυλα, όχι του οντά..., κι οι γάτες δεν τήν άραζαν στα "μπάσια" αλλά κυνηγούσαν ποντίκια έξω. Δεν πλησιάζονταν, ούτε τα μέν ούτε οι δέ.

Μαζί με τον «Αναγνώστη» κάναμε τις δουλειές τα καλοκαίρια, κάποιες φορές απ' το πρω'ί' κι ώς αργά το βράδυ, εγώ τόν φόρτωνα πέτρες, άμμο, ξύλα, ασβέστη, ήταν μικρόσωμος, "συμβατός" με τότε ύψος μου (τα τσιμέντα, που ήταν βαριά και γι' αυτόν και για μένα, τα κουβαλούσαμε με μουλάρια, που τα "χειρίζονταν" τα μεγαλύτερα αδέρφια μου), εγώ γέμιζα τις βαρέλες του. Τους βαριούς τενεκέδες με το γάλα τούς φόρτωνε ο τσοπάνος μας, ο Κωσταντούλας.

Περπατούσαμε μαζί, αυτός εμπρός εγώ πίσω του, τούς θυμόταν τους δρόμους, ήξερε πάντοτε πού πήγαινε, αλλά κάποτε, σε δύσκολες ανηφορικές στράτες, έμπαινα μπροστά και τού κρατούσα το "καπίστρι", βοηθιόταν. Φυσικά και τόν τάϊζα και τόν πότιζα στις ώρες του! Και δεν τόν καβαλούσα, παρά μόνον αν ήταν ξεκούραστος και δεν είχε "δρομολόγια" να κάνει. Ήμουν δεν ήμουν 30 οκάδες τότε. Μιά τσιληβήθρα. Ούτε που ένοιωθε φορτίο με εμένα καβάλλα, εμπρός στα άλλα που κουβαλούσε καθημερινά.

Στις διαδρομές μας πάντα είχα ένα "σσσκόπ", ένα ραβδί, για να μέ βοηθάει στο περπάτημα σε δύσκολες στράτες και για να φοβερίζω κάνα ξένο άγριο σκυλί, που παντυχαίναμε. Δεν τόν χτύπησα ποτέ για να τόν "συνετίσω". Συνεννοούμαστε άψογα με άλλους τρόπους.
Ακόμα και ...πολιτικά, μην γελάσετε!
Τύχῃ αγαθῄ -ή και βασκάνῳ...- (βρίσκεις ...υπογεγραμμένες, ακόμα και στα κομπιούτερ άμα ψάξεις...) είχα "πρόωρη ανάπτυξη" στα πολιτικά... Από τότε. 'Ισως λόγω πατρός αρχιαντάρτη/στη συνέχεια βουλευτή... Καταφύγιό μου τότε -και σ' αυτά, ούτε τώρα μην γελάσετε!- ο «Αναγνώστης». Τού ανέπτυσσα τις ιδέες μου και πάντα ...συμφωνούσε. Κανείς άλλος δεν θα μέ έπαιρνε στα σοβαρά εκείνη την εποχή...
Τώρα κάποιοι/-ες μέ καταλαβαίνουν, χωρίς να είναι γάϊδαροι/γαϊδάρες...

Τις Κυριακές γλεντούσε, ξεσαμάρωτος, που τού' ξυνα την πλάτη με το ξυστρί, τού 'βγαζα από τα τεράστια αυτιά του τα τσιμπούρια, τού 'πλενα τα "αχαμνά" του. Άσε το πετάλωμα... Μετά από δυό-τρείς φορές, που τό 'μαθα πώς γίνεται, κατάφερνα μόνος μου να τόν πεταλώνω, τόσο υπομονετικός ήταν.

Και ως αρσενικό, άψογος ο «Αναγνώστης»: Είχε ...γεμίσει το χωριό απογόνους. Δραστήριος και παραγωγικός (μέχρι τέλους, μού είπανε). Εγώ τόν πήγαινα και στα "ραντεβού" του τότε... Τά κατάφερνε πάντα πολύ καλά, ακόμα και με τις ...κόρες του.
Άσε με τις φοράδες... Που, φύσει, ήταν αρκετά ψηλότερές του... Ήταν φοβερός!!! Τις έπειθε να λυγίσουν τα πίσω πόδια. Είχε βγάλει τέσσερα μουλάρια στο χωριό, πρώτο πράμμα. Είχαν να λένε οι συγχωριανοί! Τόση ήταν η φήμη του, που ένας κουμπάρος μας, από χωριό έξη ώρες μακρυά, είχε φέρει τη φοράδα του για να τού "σπείρει" ένα καλό μουλάρι ο «Αναγνώστης».

Ήταν το τέλειο υποζύγιο, θά ' λεγε κάποιος.
Κάτι άλλο, κάπως αλλοιώς, θα έλεγα εγώ, ας μην τό παρατραβήξουμε όμως...
«Έ! ρε θύμα, Έ! ρε ψώνιο, Έ! ρε σύμβολο αιώνιο...»


Το πώς έγινε με το σμήνος τις μέλισσες, κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Ίσως κουνώντας την ουρά του (σκληρή σαν μαστίγιο όλη και στην άκρη μιά φούντα) για να διώξει τις μύγες, χτύπησε και μέλισσα από κοντινό μεταναστεύον σμήνος, η οποία έστειλε "μήνυμα" στις άλλες και τού έπεσαν επάνω, όλες μαζί, και τόν τελείωσαν...
Αν θυμηθούμε ότι η μέλισσα, όταν κεντρίσει, αφήνει μαζί με το κεντρί και το ...έντερό της και μετά από λίγο ψοφάει κι η ίδια, ίσως ο «Αναγνώστης» ήταν η αιτία να αποδεκατίστηκε το σμήνος.
«Νόμοι της Φύσης».

Υ.Γ.
Και μην ξανακούσω/διαβάσω κανένα να βρίζει τους γαϊδάρους αποκαλώντας με το όνομά τους κάποιον συνάνθρωπό μας που τόν ενόχλησε, γιατί θα τόν βρίσω κι εγώ άσχημα αποκαλώντας τον άνθρωπο...

5.7.10

Κομμουνιστικός δάκτυλος...

Μέρες του '50.
Απομεσήμερο. Κάθονταν στο τραπέζι, της κουζινο-τραπεζαρίας, το μοναδικό άλλωστε... αλλά ήταν και το πιό φωτεινό δωμάτιο, κι έγραφε τα μαθήματα της άλλης μέρας. Για να τό σκάσει μετά για παιχνίδι.
Η μητέρα του στο νεροχύτη, έπλενε τα πιάτα.
Η πόρτα του σπιτιού, όπως όλες σχεδόν τότε, ήταν ανοιχτή. Με την έννοια ότι υπήρχε ένα σχοινάκι που τό τραβούσες απ' έξω κι άνοιγε.
Υπήρχε κι ένα κουδούνι, μια "πεταλούδα" που τήν έστριβες κι έκανε ένα «ντρίιιιιν», όπως στα ποδήλατα, αλλά σπάνια χρησιμοποιούνταν. Δεν βόλευε γιατί δεν άνοιγε «εξ αποστάσεως» η πόρτα... Έπρεπε κάποιος να κατεβεί ώς την εξώπορτα για να ανοίξει.
Το ηλεκτρικό ρεύμα τότε μόνο για φωτισμό χρησιμοποιούνταν και για το ραδιόφωνο. Ακόμα και τα περισσότερα σίδερα σιδερώματος με κάρβουνα τά ζέσταιναν. Και τα ψυγεία ήταν με πάγο. «Παγωνιέρες» τά έλεγαν. Και λίγοι είχαν ηλεκτρικές κουζίνες. Οι άλλοι είτε με "μασίνες" (με ξύλα) είτε με "γκαζιέρες" (με πετρέλαιο) μαγείρευαν.


Ο χωροφύλακας τράβηξε το σχοινάκι και μπήκε. Προσπέρασε το άδειο "γραφείο", μπήκε στην κουζίνα.

- Καλ'σπέρα, κυρ-Αλιξάντρα! Ο κυρ-Αλέκους δεν είν' εδώ;
- 'Εξω. Δεν ξέρου, δεν ήρθι για φα'ί'.
- Τούν ήθελα για κάτι...
- Κάτσι. Δεν θ' αργήσ', π'στεύω. Να φτιάξου καφέ;
- Θα κάτσου. Τούν θέλου οπωσδήποτα. Κάνε έναν, αν δεν σ' κάνει κόπο. Γλυκύ βραστό.
- Τίποτα. Πώς πάει η υπηρεσία;
- Τα ίδια και τα ίδια... Περιπολία. Τέσσιρ'ς ώρες μέρα. Τέσσιρ'ς νύχτα. Τά ξέρ'ς.
..................
- Ου χουρουφύλακας όμως είνι χουρουφύλακας εικοσ'τέσσιρις ώρις του εικοσ'τιτράωρου...
..................
- Ιχτές του βράδ', ικεί στουν πλάτανου, ξέρ'ς τί πήγι να μ' κάν' ένας; Ου τσαγκάρ'ς; Ου κουμμουνιστής;
- Ο καφές σ'. Θέλ'ς κι ένα γλυκό;
- Όχι, ιφχαριστώ.
- Τίποτα.
- Όπους πέρναγα, κ'τάω... τί να ιδώ... Τα κλειδιά στ'ν πόρτα απ' του μαγαζί τ' !!!
..................
- Ά! τουν άτιμου, είπα, τ' άφσι ιπίτηδις... Να τούν κλέψ' κανένας... Να λέει μιτά ότι η Χουρουφυλακή δεν κάν' τ' δ'λιά τ'ς καλά!!!
- Μπουρεί να τά ξέχασι... Γέρους είνι...
- Ά! μπά! Τ'ς ξέρου ιγώ αφ'νούς... Κλείδουσα του μαγαζί τ', πήρα τα κλειδιά, κι πήγα σπίτι τ'. Τούν πήρα από κεί και κατευθείαν στου Τμήμα για ανάκρισ'. Όλη τ' νύχτα! Το παλιοκουμούν'...
- Δεν είχι ανακατευτεί...
- Ουόχι... Συνοδοιπόρους... Το ίδιου κάν'...

Συνέχισε το γράψιμο. Είχε σταματήσει για ν' ακούσει την κουβέντα. Τόν έξερε τον γέροντα, ήταν κοντά το μαγαζί, μιά τρύπα.
Μπαλώματα έβαζε σε παπούτσια με το "έμβολο"... Έφτιαχνε και κάνα τακούνι, καμμιά σόλα που τρύπαγε. Τόν έστελνε συχνά-πυκνά η μάνα του εκεί για τέτοια.
Ένα αγαθώτατο γεροντάκι, μόνο τη γριά του είχε. Ο γυιός του είχε σκοτωθεί στο αλβανικό μέτωπο. Η κόρη του εργάτρια στην Αυστραλία.
Τόν έξερε τον γέροντα, δεν τού καλοστάθηκε η ιστορία του χωροφύλακα.
Τί να πεί όμως;
Έκλεισε τα τετράδια, πήρε το τόπι και ξεπόρτισε. Προς τον παιδικό παράδεισο.

Θα περνούσαν χρόνια για να περάσει την ιστορία από "κρισσάρα"...